φαλτσέτα

φαλτσέτα
η, Ν
1. κοπίδι υποδηματοποιού
2. μικρό δρεπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. falcetto].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φαλτσέτα — η (λ. ιταλ.) 1. μαχαίρι (εργαλείο) παπουτσή για το κόψιμο δερμάτων, χαρτονιών κτλ. 2. μικρό κοφτερό γεωργικό εργαλείο από κυρτό χαλύβδινο έλασμα με μικρό ξύλινο στειλιάρι, μικρό γεωργικό δρέπανο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρβήλι — το κ. ἀρβελος, ο (Α ἄρβηλος, ο) μικρό μαχαίρι για την κοπή των σταφυλιών από το κλήμα ή για την κοπή δερμάτων από τον τσαγκάρη, φαλτσέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τεχνικό όρο άγνωστης προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • περιτομεύς — ὁ, ΜΑ το ειδικό μαχαίρι τού σκυτοτόμου, τού τσαγκάρη, η φαλτσέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιτομή + κατάλ. εύς (πρβλ. τριβ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • σμιλίον — και σμηλίον, τὸ, Α [σμίλη] (υποκορ. τού σμίλη) 1. είδος κολλυρίου 2. κοπίδι υποδηματοποιοῡ, φαλτσέτα 3. κοντυλομάχαιρο 4. φρ. «ἰατρικὸν σμιλίον» α) χειρουργική γλυφίδα β) είδος δραστικοῡ φαρμάκου …   Dictionary of Greek

  • τομέας — Στη γεωμετρία και, κατ’ επέκταση, σε άλλες επιστήμες ένα μέρος μιας επιφάνειας ή συγκεκριμένου χώρου, το οποίο συνδέεται με το κέντρο και αποκτά κάποια αυτοτέλεια. Κυκλικός τ. είναι το μέρος του κύκλου που περιλαμβάνεται μεταξύ δύο ακτίνων και… …   Dictionary of Greek

  • χάρβαλο — το, Ν 1. ρημάδι, σαράβαλο, χάλασμα 2. μτφ. (για πρόσ.) άτομο καταβεβλημένο από τα γηρατειά ή από νόσο, ερείπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, έχει προέλθει από το επίθ. χαλαρός, μέσω ενός αμάρτυρου παρλλ. τ. *χαλαβρός (> χάλαβρο), με μετάθεση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”